1 χρόνος κατάληψης κτήματος πραποπούλου!

ΚΕΙΜΕΝΟ – ΕΙΣΗΓΗΣΗ:

Η πρακτική της κατάληψης

Η κατάληψη ως πρακτική συναντάται από πολύ παλιά στο ’’κοινωνικό γίγνεσθαι’’, από τότε που άδεια κτίρια ή αχρησιμοποίητη γη αφήνονται στην εγκατάλειψη και το μαρασμό από τους ιδιοκτήτες, ενώ για μεγάλες μερίδες ανθρώπων είναι απαραίτητα για την επιβίωσή τους. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, οι καταληψίες είτε από ανάγκη είτε από πολιτική επιλογή αμφισβητούν έμπρακτα την αντίληψη περί ιδιοκτησίας.

Όσον αφορά στις καταλήψεις γης παρατηρούνται κυρίως σε αναπτυσσόμενες χώρες με γεωργικό πληθυσμό, όπου η γη ανήκει σε λίγους μόνο μεγαλογαιοκτήμονες. Μια από τις πρώτες καταγεγραμμένες δράσεις καταληψιών γης ήταν αυτή των Diggers. Οι Diggers το 1649 στην Αγγλία δήλωναν πως «η γη είναι ένα θησαυροφυλάκιο που ανήκει σε όλους». Κατέλαβαν ακαλλιέργητες εκτάσεις με σκοπό να τις χρησιμοποιήσουν από κοινού. Οι ελπίδες και τα όνειρά τους έφταναν έως την αντίληψη ότι όλοι οι ιδιοκτήτες γης θα την παρέδιδαν οικειοθελώς και θα συμμετείχαν στο κοινοβιακό τους εγχείρημα. Τελικώς, όμως, εκδιώχθηκαν αν και το όραμά τους παρέμεινε ζωντανό.

Στις μέρες μας, ένα από τα παραδείγματα που έχει γίνει διάσημο σε όλον τον κόσμο, κυρίως λόγω της μαζικότητας και της δράσης του, είναι το MST, το κίνημα των ακτημόνων στη Βραζιλία, όπου οι καταληψίες έχουν στα χέρια τους εκατομμύρια στρεμμάτων καλλιεργήσιμης γης που έμενε σε αχρηστία. Πάνω από το 50% της γης ανήκει στο 1% του πληθυσμού, ενώ τα 2/3 αυτής παραμένει ακαλλιέργητη. Το κίνημα αυτό εφαρμόζει μία αγροτική μεταρρύθμιση από τη βάση και καταλαμβάνει τέτοιες εκτάσεις γης, καθώς επίσης και τα μεγάλα σπίτια των γαιοκτημόνων, στα οποία ζουν πολλές οικογένειες ακτημόνων, που δουλεύουν τη γη συλλογικά. Το MST έφτασε να είναι το πιο πετυχημένο κοινωνικό κίνημα στη Λ. Αμερική, με πάνω από ένα εκατομμύριο μέλη, έχοντας καταλάβει 208.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα γης. Η φήμη του έχει εξαπλωθεί σε όλον τον κόσμο και παρόμοιοι τρόποι δράσης απαντώνται σε χώρες που υπάρχουν έντονες κοινωνικές ανισότητες. Και για τους Zapatistas το ζήτημα της γης ήταν ο κυριότερος λόγος που δημιούργησαν το δικό τους κίνημα και με την εξέγερση του 1994 κατέλαβαν γαίες μεγαλογαιοκτημόνων, ώστε να καλλιεργηθούν από ολόκληρες ινδιάνικες κοινότητες «για όλους, από όλους».

Όσον αφορά τις καταλήψεις κτιρίων, που είναι και η πιο σύγχρονη πρακτική, ανθίζει κυρίως στις δυτικές κοινωνίες όπου ένα ανομοιογενές σύνολο ανθρώπων ή ομάδων χρησιμοποιεί αυτό το μέσο για ποικίλους λόγους. Πάνκηδες, πολιτικοποιημένοι/ες νέοι/ες που αμφισβητούν το θεσμό της ιδιοκτησίας, αλλά και μετανάστες/στριες και άστεγοι που τους σπρώχνει κυρίως η ανάγκη για επιβίωση μπήκαν σε άδεια σπίτια σε όλη την Ευρώπη από τις αρχές του 20ου αιώνα. Οι καταλήψεις αυτές είτε είναι εντελώς κλειστές λόγω του ότι οι άνθρωποι που τις πραγματοποιούν είναι συνήθως και οι ίδιοι παράνομοι (π.χ. λαθρομετανάστες/στριες) είτε εξελίχθηκαν σε ’’κοινωνικά κέντρα’’ κατά την ορολογία ιταλών συντρόφων. Η ιδέα σε αδρές γραμμές είναι η δημιουργία κυψελών ζωής, όπου προωθείται ο πολυεπίπεδος ακτιβισμός, η αυτοοργάνωση, η αλληλεγγύη και η ανάκτηση του ελεύθερου χρόνου μέσα σε ένα νεκρό, αποξενωμένο αστικό τοπίο. Η προσπάθεια έγκειται κυρίως στο να δημιουργηθούν κοινωνικοί ιστοί μακριά από τις λογικές του κέρδους, χωρίς κανόνες ιεραρχίας, θεσμικούς φορείς και κομματικούς παράγοντες.

Σημαντικές είναι επίσης οι καταλήψεις εργοστασίων και εν γένει παραγωγικών μονάδων που πραγματοποιούνται συνήθως σε περιόδους κοινωνικής έντασης. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι εργάτες/τριες είτε παίρνουν την παραγωγή στα χέρια τους διαχειριζόμενοι/ες τους καρπούς της εργασίας τους χωρίς αφεντικά (π.χ. Αργεντινή), είτε τη σαμποτάρουν με σκοπό την ικανοποίηση συγκεκριμένων αιτημάτων τους. Επίσης, υπάρχουν παραδείγματα καταλήψεων σε εργοστάσια που κλείνουν σε αναπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες, όπως η πρόσφατη κατάληψη και επαναλειτουργία του εργοστασίου ποδηλάτων “bike system” στο Nordhausen της Γερμανίας.

Άξιες αναφοράς είναι επίσης οι προσωρινές καταλήψεις δημοσίων κτιρίων που πραγματοποιούνται στα πλαίσια κοινωνικών αγώνων και αποσκοπούν στη δυναμική διαμαρτυρία ή στην απλή προβολή κάποιων αιτημάτων. Μία τέτοια σημαντική περίπτωση είναι κι αυτή της κατάληψης του πανεπιστημίου του Essex στην Αγγλία του ’68, από τους φοιτητές/τριες, που δήλωναν χαρακτηριστικά: «Το πανεπιστήμιο πρέπει να έχει ένα θεμελιώδες στοιχείο και αυτό είναι ο διάλογος. Όχι απλά να μονολογεί ο καθηγητής και να παίρνει γραμμή πλεύσης από τους γραφειοκράτες, αλλά να προωθεί το διάλογο και να αμφισβητεί τις θεμελιώδεις αρχές της κοινωνίας, κάνοντας την αρχή από την ίδια την τάξη, κάτι που κανένα πανεπιστήμιο δεν έχει κάνει». Καθ’ όλη τη διάρκεια του ’68, όλο και περισσότερα πανεπιστήμια βρίσκονται στα χέρια των φοιτητών, όπως στο Βερολίνο, τη Ρώμη, τη Νέα Υόρκη με αποκορύφωμα το Παρίσι, όπου διαδραματίζεται η εξέγερση του Μάη του ’68 στην οποία ενεπλάκησαν σταδιακά ευρεία κοινωνικά στρώματα προτάσσοντας ποικίλα αιτήματα. Τέλος, κατά καιρούς καταλαμβάνονται ραδιοφωνικοί ή ακόμα και τηλεοπτικοί σταθμοί (π.χ. Οαχάκα) στην προσπάθεια να ακουστεί η φωνή των εξεγερμένων.

Η κατάσταση στον ελλαδικό χώρο ήταν πολύ διαφορετική από αυτή στη δυτική Ευρώπη. Το πρόβλημα στέγασης δεν ήταν τόσο έντονο οπότε η δυναμική (που απαρτιζόταν και απαρτίζεται κυρίως από αυτόνομους, αντιεξουσιαστές και αναρχικούς) κατευθύνθηκε στη δημιουργία κοινωνικών κέντρων-στεκιών παρά στη δημιουργία καταλήψεων στέγης. Βέβαια, υπήρχαν δύο παράγοντες που οδήγησαν τα πράγματα εκεί: αφενός η καταστολή των δημόσιων χώρων (ιδιαίτερα το ‘80) και η αλλαγή της αντίληψης σχετικά με τη χρήση αυτών που προωθήθηκε από τεχνοκράτες και πολεοδόμους και αφετέρου η επιθυμία ατόμων και συλλογικοτήτων να μεταφέρουν την κεντρική δράση στις γειτονιές τους σαν επίθεση στον κυρίαρχο πολιτισμό. Οι καταλήψεις σπιτιών άρχισαν στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Οι πρώτες δηλωμένες στεγαστικές καταλήψεις στην Αθήνα ήταν αυτές της οδού Βαλτετσίου στα Εξάρχεια, η ’’Βίλα Στέλλα’’ στο Ν. Ηράκλειο και η κατάληψη στο κτήμα Δρακοπούλου στα Πατήσια, το φθινόπωρο του ’81. Σχεδόν ταυτόχρονα καταλαμβάνονται και κάποια κτίρια στη Θεσσαλονίκη.

Ιστορικό της κατάληψης κτήματος Πραποπούλου

Κατ’ αρχήν να διευκρινίσουμε πως η κατάληψη δεν ήρθε από το πουθενά. Για κάποιο χρονικό διάστημα προϋπήρχε μια ομάδα ατόμων με καθαρά πολιτικό προσανατολισμό. Καθώς πλησίαζε ο χειμώνας και οι συνελεύσεις συνεχίζονταν σε πλατείες και στο θεατράκι της ρεματιάς, τέθηκε ο προβληματισμός να βρεθεί ένα σταθερό σημείο συνάντησης όπου θα μπορούσαμε να οργανωθούμε καλύτερα. Έτσι, μετά από μια σχετικά πρόχειρη έρευνα το ιστορικό κτήμα και οίκημα Πραποπούλου κατελήφθη. Ιστορικό, διότι αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα ρομαντικής αρχιτεκτονικής του μεσοπολέμου, το είχαν επιτάξει οι γερμανοί επί κατοχής και λέγεται πως γίνονταν βασανιστήρια στο υπόγειο του. Επίσης, ορισμένοι εξερευνούσαν από μικροί το -ήδη από τότε- λεηλατημένο οίκημα. Δεδομένου ότι το κτήμα αποτελεί φιλέτο για μεγαλοεργολάβους (αντικειμενική αξία 4 – 6.000.000 ευρώ) και επιπλέον απειλείται με ανάπλαση από το δήμο μαζί με το θέατρο ρεματιάς, άτομα προστέθηκαν στον αρχικό πυρήνα για να προβάλλούν αντίσταση σε αυτά τα αμφιλεγόμενα σχέδια.

Κάποιοι/ες επέλεξαν να αποχωρήσουν από νωρίς λόγω διαφωνίας στη διαχείριση του κτήματος, αλλά στη συνέχεια η προσπάθεια πλαισιώθηκε από νέα άτομα που θεώρησαν τον χώρο κατάλληλο για να στεγάσουν ιδέες, επιθυμίες και όνειρα. Έτσι, εξελίχθηκε σε μια πολυτασική συλλογικότητα που δε θα μπορούσε να αυτοπροσδιοριστεί μέσα από ένα σύμβολο ή οποιαδήποτε ταμπέλα. Η κίνηση μας ήταν εξαρχής ανοικτή στον κόσμο με βάση κάποια χαρακτηριστικά που της είχαμε προσδώσει. Αντιτασσόμενοι/ες στην εμπορευματοποίηση της καθημερινότητας μας, εχθρευόμενοι/ες κάθε είδους ιεραρχία από όποιον κι αν προέρχεται από τη στιγμή που περιορίζει την ελευθερία και καταστέλλει την προσωπική έκφραση, δε θα μπορούσαμε παρά να δρούμε αντιεμπορευματικά και αντιιεραρχικά. Θεωρώντας ως επικίνδυνη και αναξιοπρεπή τη λογική της διαμεσολάβησης, ανάθεσης και αντιπροσώπευσης, προωθούμε την αυτοοργάνωση και την αυτονομία από θεσμικούς φορείς.

Επί 34 χρόνια το κτήμα ήταν εγκαταλελειμμένο και παραδομένο στη φθορά του χρόνου, οπότε σίγουρα χρειαζόταν μπόλικη προσωπική εργασία από όλα τα άτομα που απάρτιζαν τη συνέλευση, αλλά και πολλές φορές από φίλους, γνωστούς και συγγενείς που έσπευσαν να βοηθήσουν, αφενός για να μην καταρρεύσει το σπίτι και αφετέρου για να καταστεί βιώσιμο. Την πρώτη χρονική περίοδο που ακολούθησε την οικειοποίηση του κτήματος παρουσιάστηκαν και οι περισσότερες δυσκολίες. Κι αυτό όχι μόνο σε επίπεδο εργασιών, αλλά κυρίως από την προσπάθεια καταστολής του εγχειρήματος. Στηριζόμενοι πάνω στο φόβο και την άγνοια της γειτονιάς για ένα πρωτόγνωρο για αυτή φαινόμενο, κάθε λογής «καλοθελητές» διέδιδαν φήμες για ναρκομανείς και κακοποιά στοιχεία που κατέλαβαν το χώρο. Σε αυτό το κλίμα κινήθηκε και τοπική εφημερίδα, αφήνοντας υπόνοιες ότι οι εργασίες των καταληψιών μπορεί να προκαλέσουν ανεπανόρθωτες ζημιές στο διατηρητέο. Ενδεικτικό της απόπειρας τρομοκράτησης όποιου/ας περιφερόταν μέσα και γύρω από την κατάληψη είναι οι σχεδόν διαδοχικές –και ορισμένες φορές μαζικές- προσαγωγές και εξακριβώσεις του πρώτου καιρού από την αστυνομία. Κερασάκι στην τούρτα της καταστολής ήταν οι απειλές ανύπαρκτων –όπως αποδείχτηκε- μηνύσεων σε προσαχθέντες συντρόφους την παραμονή της πρωτοχρονιάς και η υποτιθέμενη άφιξη της αντιτρομοκρατικής στο τμήμα Χαλανδρίου με αφορμή την προσαγωγή ατόμων για αφισοκόλληση. Σε αυτά προστέθηκε αργότερα και «φιλική επίσκεψη» της ασφάλειας αττικής στο κτήμα αναζητώντας πληροφορίες για τη σχέση μας με -γενικά και αόριστα- «ύποπτα άτομα».

Απέναντι σε αυτή την κατάσταση η αντίδραση μας ήταν άμεση, σε πρώτη φάση με συγκεντρώσεις συμπαράστασης στους προσαχθέντες, με επιστολή του κειμένου της κατάληψης εν ίδει απάντησης στο τοπικό τύπο, αλλά και με παρέμβαση στο δημοτικό συμβούλιο του Χαλανδρίου, όπου δηλώσαμε την αδιαπραγμάτευτη πρόθεση μας για συνέχεια της κατάληψης και απαιτήσαμε να σταματήσουν οι κάθε είδους παρενοχλήσεις. Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθεί πως στο δημοτικό συμβούλιο στήριξη είχαμε από αριστερή παράταξη του Χαλανδρίου, όπως και στο αστυνομικό τμήμα με την παρουσία μελών της κατά τις προσαγωγές. Οι παραπάνω παρεμβάσεις μας θεωρούμε πως είχαν ως αποτέλεσμα το σημαντικό περιορισμό των «επισκέψεων» της αστυνομίας και τη σε ένα μεγάλο βαθμό εδραίωση της κατάληψης.

• Εκδηλώσεις- Δράσεις

Στον ένα χρόνο παρουσίας της κατάληψης έχουν πραγματοποιηθεί εντός και εκτός του χώρου που μας φιλοξενεί εκδηλώσεις με θεματολογία που ποικίλει. Από παιδικό θέατρο και παράσταση καραγκιόζη, μέχρι την έκφραση αλληλεγγύης σε καταλήψεις (Ungdomshuset, Μυλλέρου και Γερμανικού) και εξεγερμένους λαούς (Οαχάκα). Από την κρατική καταστολή στο φοιτητικό κίνημα και το ζήτημα των φυλακών, μέχρι θέματα που άπτονται του οικολογικού και των ελεύθερων χώρων.

Στην προσπάθεια μας να αυτοοργανώσουμε την καθημερινότητα μας, αλλά και να δημιουργήσουμε σχέσεις με τη γειτονιά, πραγματοποιούμε προβολές, μαθήματα, γλέντια κ.ά. Ο αντιεμπορευματικός χαρακτήρας, η ελεύθερη ανταλλαγή γνώσης και απόψεων και η προώθηση της αμφισβήτησης δίνουν πολιτική χροιά στις εκδηλώσεις αυτές. Να σημειωθεί πως ο χώρος είναι ελεύθερος σε όποιον/α θελήσει να κάνει μια βόλτα, να πιει το αφέψημα του, να παίξει στον κήπο, να συζητήσει και γενικότερα να τον χρησιμοποιήσει με οποιονδήποτε τρόπο αρκεί να σέβεται τα χαρακτηριστικά που προαναφέρθηκαν. Στο πλαίσιο της αρμονικής συνύπαρξης με τη φύση ασχοληθήκαμε με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, με βιολογική καλλιέργεια και με την προώθηση του ποδηλάτου ως τρόπου ζωής. Έτσι, έγινε μια προσπάθεια λειτουργίας μικρής ανεμογεννήτριας που μέχρι στιγμής δυστυχώς δεν έχει φέρει αποτελέσματα, μέρος της παραγωγής του κήπου μοιραζόταν σε γείτονες/ισσες και περαστικούς/ές και γίνονται επισκευές παλιών ποδηλάτων με σκοπό τη χρήση τους και τη συμμετοχή σε ποδηλατοπορείες.

Όσον αφορά τους ελεύθερους χώρους και τους χώρους πρασίνου εναντιωθήκαμε στο «πρότυπο καινοτόμο σχέδιο ανάπτυξης ρεματιάς Πεντέλης-Χαλανδρίου» με κείμενα, παρέμβαση σε συνέντευξη του δημάρχου και οργάνωση τριήμερων εκδηλώσεων στο χώρο της κατάληψης που περιελάμβαναν καθαρισμό της ρεματιάς, συζήτηση-προβολή, και συναυλία στο θέατρο ρεματιάς. Επίσης, ασχοληθήκαμε με το εργοστάσιο Δουζένη, το οποίο αν και ήταν προορισμένο για πολιτιστικό κέντρο, μέρος του κατεδαφίστηκε και μέχρι πρότινος κινδύνευε να παραδοθεί σε κατασκευαστική εταιρεία. Επιπλέον, εναντιωνόμαστε στη μετεγκατάσταση του υπουργείου οικονομικών στη περιοχή του νομισματοκοπείου που αποτελεί έναν από τους τελευταίους ελεύθερους χώρους του Χαλανδρίου. Στην ίδια λογική κινητοποιηθήκαμε μαζί με άλλες συλλογικότητες για τις πρόσφατες πυρκαγιές με πορείες στη Πάρνηθα, καταδεικνύοντας την εξόφθαλμη ευθύνη του κράτους και του κεφαλαίου.
Με την πρόθεση να ενημερώσουμε την τοπική κοινωνία από τη δική μας οπτική γωνία για ζητήματα όπως τα προαναφερθέντα και άλλα επίκαιρα, εκδώσαμε το πρώτο τεύχος περιοδικής αντιπληροφόρησης με τίτλο «Απόπειρα» που σκοπεύουμε να έχει συνέχεια.

• Δυσκολίες

Καθ’ όλη τη διάρκεια του εγχειρήματος και σε όλες του τις εκφάνσεις (δράσεις, εργασίες, διάχυση του πολιτικού μας λόγου στην κοινωνία), ήρθαμε αντιμέτωποι με διάφορες δυσκολίες εσωτερικού κυρίως χαρακτήρα, όπως σημαντικές διαφωνίες λόγω πολυσυλλεκτικότητας, ασυνέπειας κ.ά. Θεωρούμε πως θα ήταν καλό να αποτελέσουν αντικείμενο συζήτησης μεταξύ των ανθρώπων που δραστηριοποιούνται σε αντίστοιχα εγχειρήματα.

Κοινωνική Απεύθυνση

’’Δεν υπάρχει κοινωνία, υπάρχουν μόνο άτομα και οικογένειες’’ διακήρυττε πριν από εικοσιπέντε περίπου χρόνια η Μ. Θάτσερ, περιγράφοντας με κυνικότητα την αποδόμηση των κοινωνικών σχέσεων σε καθεστώς νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Ο σύγχρονος άνθρωπος ερωτεύεται, τρώει, διασκεδάζει, ζει και εργάζεται απομονωμένος. Ο ανταγωνισμός προβάλλεται ως κυρίαρχη αξία του πολιτισμού μας και η κατανάλωση ως όχημα για την ευτυχία.

Επιλέγοντας ως πρακτική την κατάληψη επιζητούμε αρχικά τη μεταξύ μας επικοινωνία και μέσω αυτής τη δημιουργία μιας συλλογικότητας, εστίας αντίστασης σε αυτόν τον τρόπο ζωής. Ο στόχος που θέσαμε εξαρχής ήταν να ανοιχτούμε στην τοπική κοινωνία , έχοντας κατά νου τα κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά της και να μην αρκεστούμε στον κύκλο των γνωστών μας, αποτελώντας μία νησίδα αυταπάτης. Ο στιγματισμός της έννοιας της κατάληψης από το κράτος και τα ΜΜΕ, ήταν ένας επιπλέον λόγος που μας ώθησε σ’ αυτήν την κατεύθυνση. Επιδιώκοντας την αλληλεπίδραση με τη γειτονιά σε πραγματικές συνθήκες ζωής, όσο επικίνδυνο κι αν φαίνεται αυτό για την ιδεολογική καθαρότητα, θεωρούμε ότι αποτελεί ουσιαστική δυνατότητα ρήξης με το υπάρχον.

Ο τρόπος επικοινωνίας με τη γειτονιά και την ευρύτερη κοινωνία είναι διττός.
Ο χώρος της κατάληψης αποτελεί σταθερό σημείο αναφοράς για τη δική μας έκφραση, αλλά και για τον/την οποιοδήποτε αναζητά έναν ελεύθερο χώρο πραγμάτωσης των επιθυμιών του/της (εκδηλώσεις, δημιουργία ομάδων κ.ά.), σεβόμενος/η βέβαια, τα χαρακτηριστικά του χώρου.

Αφετέρου, συνιστά ορμητήριο εξωστρεφούς δράσης στους τόπους του κοινωνικού γίγνεσθαι. Δρόμοι, πλατείες, λαϊκές αγορές, σχολεία, εργασιακοί χώροι είναι εν δυνάμει πεδία πολιτικής ζύμωσης (μοίρασμα κειμένων, μικροφωνικές, πανό κ.ά.).

Τοπική Δράση

Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω, για να κινητοποιηθούμε μαζί με την τοπική κοινωνία και να πάρουμε τις ζωές μας στα χέρια μας, κρίναμε απαραίτητο να καταπιαστούμε με ζητήματα που μας αφορούν άμεσα είτε πρόκειται για αμιγώς τοπικά, είτε για ευρύτερα κοινωνικά.

Δεδομένου ότι στο Χαλάνδρι έχουν απομείνει κάποιοι πνεύμονες πρασίνου, οι οποίοι δέχονται τα πυρά της αναπτυξιακής λαίλαπας, θέτουμε την προάσπιση των ελεύθερων χώρων προτεραιότητά μας. Άλλωστε, το κτήμα Πραποπούλου είναι ένας τέτοιος απειλούμενος χώρος. Θεωρώντας ότι η κυριαρχία του ανθρώπου στη φύση πηγάζει από την κυριαρχία ανθρώπου σε άνθρωπο, αμφισβητήσαμε τις ’’ευεργετικές’’ επιδράσεις της περιβόητης ανάπτυξης και γενικότερα της ανθρωποκεντρικής προσέγγισης της φύσης. Τα ζητήματα που άπτονται των ελεύθερων χώρων, ιδωμένα μέσα από το παραπάνω πρίσμα, αποτελούν πρόσφορο έδαφος παρέμβασης, με σκοπό να ενημερωθούν και να ενεργοποιηθούν οι άνθρωποι για να παλέψουμε για τα αυτονόητα. Άλλωστε, ένας τέτοιος τοπικός αγώνας μπορεί να έχει άμεσο αντίκτυπο στην καθημερινότητά μας. Προτάσσοντας την αυτοοργάνωση ως τρόπο οργάνωσης των κοινωνικών αγώνων, ιδιαίτερα σε τοπικό επίπεδο πιστεύουμε πως υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες ουσιαστικής επιτυχίας, σε σχέση με ένα διαμεσολαβημένο αγώνα. Κι αυτό διότι στην πρώτη περίπτωση οι στόχοι και τα μέσα ορίζονται από τους/τις ίδιους/ες τους συμμετέχοντες και ενθαρρύνεται η ενεργή συμμετοχή και η συνδιαμόρφωση. Ένας απειλούμενος ελεύθερος χώρος θα μπορούσε μεν να σωθεί με θεσμικά (π.χ. ένδικα) μέσα, χωρίς όμως να έχει επέλθει καμία αλλαγή στη νοοτροπία των ανθρώπων από τη στιγμή που γίνεται για αυτούς χωρίς αυτούς.

Μακροπρόθεσμα, στοχεύουμε η γειτονιά να θεσμίσει ρητά τις διαδικασίες μέσω των οποίων θα λαμβάνει η ίδια τις αποφάσεις για τα ζητήματα που την αφορούν, απομονώνοντας και θέτοντας σε αχρηστία το αντιπροσωπευτικό σύστημα. Θεσμοί όπως οι λαϊκές συνελεύσεις γειτονιάς θεωρούμε πως θα μπορούσαν να αποτελέσουν εργαλεία για την έκφραση της πολιτικής βούλησης της τοπικής κοινωνίας, όχι μόνο στις κατά περίπτωση έκτατες εφαρμογές τους (π.χ. Βίλα Ζωγράφου), αλλά και σε επίπεδο καθημερινότητας.

Από την άλλη, ως τοπική δράση δεν αντιλαμβανόμαστε μόνο τα παραπάνω, αλλά επιδιώκουμε να φέρουμε την τοπική κοινωνία σε επαφή με ευρύτερα κοινωνικά ζητήματα, όπως οι φυλακές, η καταστολή κ.ά. Με αυτόν τον τρόπο στηρίζουμε έμπρακτα την αποκέντρωση της δράσης, θεωρώντας πως η συγκέντρωσή της σε μια συγκεκριμένη περιοχή δεν ευνοεί τη διάχυση των ιδεών και τη ζύμωση με ανθρώπους που για διάφορους λόγους (οι οποίοι δε θα αναλυθούν εδώ) δε θα είχαν την ευκαιρία να ενημερωθούν και να ενεργοποιηθούν. Κατά συνέπεια, πιστεύουμε πως είναι προτιμότερη η δημιουργία στεκιών και καταλήψεων σε όλες τις γειτονιές, παρά η συσπείρωση του κόσμου σε λίγα κεντρικά σημεία.

Συνεργασίες με Άλλες Συλλογικότητες

Η επιθυμία μας να συνεργαστούμε με άλλες συλλογικότητες και άτομα πηγάζει από την αντίληψή μας πως η κοινωνία μπορεί να αλλάξει μόνο εάν η ίδια είναι το υποκείμενο και ο φορέας αυτής της αλλαγής, απορρίπτοντας έτσι οποιαδήποτε λογική πρωτοπορίας. Θεωρώντας πως οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν σε ένα τέτοιο εγχείρημα είναι από τη μία η αφομοίωση και από την άλλη η απομόνωση, επιλέγουμε να μη συμμετέχουμε σε αυτό το παιχνίδι, που τόσο βολεύει την εξουσία. Αυτό προσπαθούμε να το αποφύγουμε διοργανώνοντας δράσεις και εκδηλώσεις από κοινού με άλλες συλλογικότητες, κρατώντας αναλλοίωτα τα βασικά μας χαρακτηριστικά και εξετάζοντας παράλληλα τους στόχους της κάθε συνεργασίας. Στα τοπικά θέματα, λόγω κοινών επιδιώξεων (όπως η μαζικοποίηση των αντιστάσεων στη γειτονιά) ,αλλά και της προσωπικής γνωριμίας με άτομα από άλλες συλλογικότητες που δραστηριοποιούνται στο Χαλάνδρι, έχουμε έρθει σε επαφή μαζί τους και διατηρούμε καλή σχέση, χωρίς όμως να φτάσουμε σε επίπεδο συνδιαμόρφωσης. Ζητήματα αλληλεγγύης σε καταλήψεις, διώξεις αγωνιζόμενων ανθρώπων και περιβαλλοντικής καταστροφής (πρόσφατες πυρκαγιές), μας έφεραν κοντά σε καταλήψεις, αναρχικές συλλογικότητες και αυτοδιαχειριζόμενα στέκια σχολών. Ειδικά, με τις καταλήψεις μας συνδέουν κοινοί προβληματισμοί, πρακτική αλλά και κίνδυνοι. Θεωρούμε πως η επικοινωνία μεταξύ μας και ο συντονισμός, όταν αυτό είναι δυνατόν, έχει ιδιαίτερο νόημα όχι μόνο σε περιπτώσεις καταστολής, αλλά και γενικότερα, καθώς μπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω ζύμωση και ανταλλαγή απόψεων πάνω στις μορφές παρέμβασης στην κοινωνία, μέσα από κουβέντες σαν και αυτή.